ιππικός

ιππικός
-ή, -ό (ΑΜ ἱππικός, -ή, -όν) [ίππος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν)
έφιππη δύναμη, στρατός ιππέων, το σύνολο τών έφιππων στρατιωτών
4. το θηλ. ως ουσ. η ιππική
η τέχνη τής ιππασίας
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱππική
το ιππικό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππικόν
η ιπποδρομία
μσν.-αρχ.
τὸ ἱππικόν
πάπ. ο ιππόδρομος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην κοινωνική τάξη τών ιππέων («ἱππικοὶ ἄνδρες», Στράβ.)
2. αυτός που ανήκει στην ιππασία ή στην ιππευτική («ἱππικὴ ἄσκησις»)
3. ο έμπειρος στην ιππασία
4. (για ίππο, αλλά και μτφ. με αισχρή σημασία) ο κατάλληλος να τόν ιππεύσει κάποιος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππικόν (ενν. διάστημα)
διάστημα τεσσάρων σταδίων
6. φρ. «Περὶ ἱππικῆς» — τίτλος πραγματείας τού Ξενοφώντος.
επίρρ...
ιππικώς και -ά (Α ἱππικῶς)
όπως αρμόζει σε ιππέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱππικός — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ίππο ή στον ιππέα: Ιππική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππικά — ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc pl ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc/acc dual ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτερον — ἱππικός of a horse adverbial comp ἱππικός of a horse masc acc comp sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικωτάτω — ἱππικός of a horse masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱππικός of a horse masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικόν — ἱππικός of a horse masc acc sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτατα — ἱππικός of a horse adverbial superl ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτατον — ἱππικός of a horse masc acc superl sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικαῖς — ἱππικός of a horse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”